ἑφθά

ἑφθά
ἑφθός
boiled
neut nom/voc/acc pl
ἑφθά̱ , ἑφθός
boiled
fem nom/voc/acc dual
ἑφθά̱ , ἑφθός
boiled
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἕφθ' — ἑφθά , ἑφθός boiled neut nom/voc/acc pl ἑφθά̱ , ἑφθός boiled fem nom/voc/acc dual ἑφθά̱ , ἑφθός boiled fem nom/voc sg (doric aeolic) ἑφθέ , ἑφθός boiled masc voc sg ἑφθαί , ἑφθός boiled fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑφθάς — ἑφθά̱ς , ἑφθός boiled fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔφθασαν — ἔφθᾱσαν , φθάνω come aor ind act 3rd pl (doric) φθάνω come aor ind act 3rd pl φθάζω aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔφθατε — ἔφθᾱτε , φθάνω come aor ind act 2nd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔφθανον — φθάνω come imperf ind act 3rd pl φθάνω come imperf ind act 1st sg ἔφθᾱνον , φθάνω come imperf ind act 3rd pl (epic) ἔφθᾱνον , φθάνω come imperf ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνιστός — ή, ό (AM καπνιστός, ή, όν) [καπνίζω] (για κρέατα, ψάρια κ.ά. τρόφιμα) ο συντηρημένος με την επίδραση τού καπνού («καπνιστὰ ἑφθὰ κρέα», Αθήν.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καπνιστά συντηρημένα κρέατα ή ψάρια με ειδική κατεργασία καπνίσματος… …   Dictionary of Greek

  • σίτηση — η / σίτησις ήσεως, ΝΜΑ, και ερετρ. τ. σίτηρις, Α [σιτῶ] η παροχή ή η λήψη τροφής, η διατροφή (α. «έπρεπε να εξασφαλίσει τη σίτηση και τη διαμονή του» β. «τὴν τοιαύτην σίτησιν καὶ δίαιταν», Πλάτ. γ. «οὐκ ἐπὶ σιτήσι σπείρουσι τὸν σῑτον ἀλλ ἐπὶ… …   Dictionary of Greek

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • χναύω — Α 1. τρώω με μικρές μπουκιές, τσιμπολογώ («ὡς ἕτοιμά σοι ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ καὶ ἀνθρακιᾱς ἄπο χναύειν», Ευρ.) 2. μέσ. χναύομαι (κατά τον Ησύχ.) «χναύεται περικνίζεται, λαμβάνει». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., το …   Dictionary of Greek

  • ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”